- μελανόστικτα
- μελανόστικτοςblack-spottedneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μελανόστικτος — η, ο (Α μελανόστικτος, ον) αυτός που έχει μαύρα στίγματα («τὰ μὲν μελανόστικτα ὥσπερ κόσσυφος», Αριστοτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, ανος + στικτός (< στίζω «σημειώνω, μαρκάρω»)] … Dictionary of Greek
μόρφνος — και μορφνός, ὁ (Α) 1. (για αετό) μελαψός, μαυρωπός 2. είδος αετού, πιθ. γυπαετού, με φτερά μελανόστικτα, ο μαυραετός 3. (κατά τον Ησύχ.) «μορφνός, ξανθός» 4. (κατά το λεξ. Σούδα) «σκοτεινός». [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η ομοιοκαταληξία και η… … Dictionary of Greek